- καντούνι
- το (Μ καντούνι και καντόνιον)γωνίανεοελλ.στενό δρομάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. canton ή ιταλ. cantone].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεσσαροκάντουνος — και τεσσαρακάντουνος, η, ο, Ν αυτός που έχει τέσσερα καντούνια, τέσσερεις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρα + καντούνι] … Dictionary of Greek
τρικάντουνος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τρεις γωνίες 2. το ουδ. ως ουσ. το τρικάντουνο τόπος όπου συναντώνται τρεις μικροί δρόμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καντούνι «γωνία»] … Dictionary of Greek
Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έδρες της είναι η Λέρος, η Κάλυμνος και η Αστυπάλαια. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 40 ενοριακοί ναοί, όπου υπηρετούν 47 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη… … Dictionary of Greek